οδοιδοκος

οδοιδοκος
    ὁδοιδόκος
    ὁδοι-δόκος
    ὅ грабитель с большой дороги Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οδοιδοκος" в других словарях:

  • οδοιδόκος — ὁδοιδόκος, ὁ (Α) (συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοιδόκος — footpad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκου — ὁδοιδόκος footpad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκους — ὁδοιδόκος footpad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκων — ὁδοιδόκος footpad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Odoedocvs — ODOEDŎCVS, i, Gr. Ὀδοιδόκος, ου, des Opuntes Sohn, welcher mit der Laonome wiederum den Oileus und Kalliarus zeugete. Eustath. ad Hom. Il. Β. v. 531 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • οδοιδοκώ — ὁδοιδοκῶ, έω (Α) [οδοιδόκος] 1. (συν. για ληστή) στήνω ενέδρα, παραμονεύω στους δρόμους 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ» …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»